Στα όπλα

Χτυπάει το τηλέφωνο για ώρα.
-Ορίστε!
-Σήκωσε το ρε παππού μια ώρα! Κουφάθηκες για τα καλά εκεί πάνω στο βουνό;
-Ήμουν έξω και φτυάριζα το χιόνι.
-Πρόσεχε μη φας καμιά τούμπα, γέρος άνθρωπος, και τρέχουμε για κηδείες χειμωνιάτικα στα όρη στα άγρια βουνά.
-Φάε τη γλώσσα σου, βρε γρουσούζη!
-Εμ, τι να πω, κάνεις τον παλικαρά τώρα στα στερνά σου! Πέθανε και η γιαγιά που κάπως σε μάζευε.
-Ποια στερνά μου, βρε σπόρε; Ούτε καν 88!
-Τελοσπάντων. Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις! Για άλλο σε πήρα!
-Για λέγε.
-Μου την έφερες παππού. Από μικρό σε θυμάμαι, κάθε φορά που νευρίαζες, όταν σε έπνιγε το δίκιο, να φωνάζεις «το δίκαννο». Να λες για το πόσους Γερμανούς είχες γεμίσει μολύβι στη μαύρη κατοχή. Όταν έλεγες μολύβι φανταζόμουν σφαίρες, αίματα, σε φανταζόμουν ήρωα! Κράτησα μέσα στο μυαλό μου να μου λες πως αν αγριέψουν πολύ τα πράγματα να ανοίξω το κλειδωμένο ντουλάπι που είχες κρυμμένο το δίκαννο.
-Και το άνοιξες;
-Ναι. Χθες. Στο διπλανό διαμέρισμα μένουν δυο άνεργοι γονείς με το παιδί τους, από καιρό είχαν κομμένο το ρεύμα, ζεσταινόντουσαν με μια παλιοσόμπα, τρώγανε ό,τι τους έδινε η γειτονιά. Ο άνδρας είχε ένα μαγαζάκι εδώ και χρόνια αλλά πριν λίγους μήνες του έβαλε λουκέτο. Είχε όμως χρωστούμενες εισφορές, κοντά στα δύο χιλιάρικα, στο ασφαλιστικό του ταμείο. Έτσι, χθες, το δημόσιο έστειλε το «συνεργείο» του και προχώρησε σε κατάσχεση του σπιτιού. Κλάματα, φωνές, ξύλο, χαμός, βία χωρίς έλεος. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι. Πού θα πάνε αυτοί οι άνθρωποι αναρωτήθηκα; Πού θα κοιμηθούν το βράδυ; Και άντε πως τη βόλεψαν σε κάνα γνωστό για λίγες μέρες. Μετά; Αδιέξοδο. Αγρίεψαν τα πράγματα παππού και θυμήθηκα τα λόγια σου, έτρεξα να αρπάξω το δίκαννο από το ντουλάπι. Ανοίγω! Τι να δω; Βιβλία γεμάτο, ένα σημείωμα και ένα μολύβι ξυσμένο και από τις δύο άκρες. Δεν μπορεί λέω, κάποιος θα έκλεψε το όπλο, μέχρι που διάβασα το σημείωμα και κατάλαβα ποιο ήταν το δίκαννό σου. Το μολύβι σου με τις δύο μύτες, τις δύο κάννες.
-Στην έφερα ρε αμούστακο. Τι έγινε τελικά με την κατάσχεση;
-Προχώρησε κανονικά, δυστυχώς.
-Κουράγιο. Έχεις πολλά να δεις ακόμα σε αυτόν τον παράξενο πόλεμο. Μου διαβάζεις πάλι το σημείωμα που είχα στο ντουλάπι; Αυτό σου αφήνω για κληρονομιά, γιατί αν σου άφηνα κανένα σπίτι ή χωράφι θα με σιχτίριζες με τα χαράτσια που θα πλήρωνες. Διάβασε το λοιπόν! Δυνατά για να σε ακούω!

-Λοιπόν. Γράφεις: «Εγγονέ, δεν ξέρω τι σε έκανε να ανοίξεις το ντουλάπι, αλλά σίγουρα θα είναι κάτι σοβαρό. Ξέρω όμως πως αλλιώς σε είχα παραπλανήσει να με φανταστείς. Με είχες στο μυαλό σαν ήρωα της κατοχής που σκότωνε Γερμανούς. Ποτέ μου όμως δεν αφαίρεσα ζωή, δεν κουβάλησα ποτέ αληθινό όπλο, αν και το ήθελα πολύ. Σίγουρα θα είχες προσέξει ένα κουσούρι που είχα στο δεξί μου χέρι. Ποτέ δεν μίλαγα για αυτό το ενθύμιο πολέμου. Το απέκτησα στον πρώτο βαρύ κατοχικό χειμώνα του 1941. Ήμουν 15 ετών και από την πείνα το στομάχι μου έπαιζε επτάχορδο μπουζούκι, δεν άντεξα και σάλταρα σε ένα φορτηγό των ναζί να βουτήξω ό,τι βρω για να φάω. Και πάνω που είχα αρπάξει ένα καρβέλι ψωμί, με βλέπει ένας ψηλολέλεκας γερμαναράς μου παίρνει το ψωμί, γραπώνει το ασθενικό μου χεράκι και με μια λαβή το κατεβάζει απότομα στο μηρό του και μου το κάνει θρύψαλα. Έκλαιγα για μέρες από τον πόνο, μου το κόλλησε κουτσά στραβά ένας φοιτητής της ιατρικής αλλά το κουσούρι έμεινε. Και όταν υψώθηκε η αντίσταση των Ελλήνων, όταν πήρανε όλοι τα όπλα εγώ δεν μπορούσα. Έτσι έγινα γραφιάς, δούλεψα στα πνευματικά χαρακώματα, διάβαζα μέρα νύχτα, έγραφα και μοίραζα προκηρύξεις, άρθρα, ποιήματα, διηγήματα. Έτσι γέμισα με μολύβι τους εχθρούς μας, γεμίζοντας κουράγιο με τα λόγια μου τους αγωνιστές μας. Αισθανόμουν πως και εγώ τους όπλιζα το χέρι για το δίκαιο αγώνα μας ενάντια στον κατακτητή. Έσπρωχνα και εγώ τον καιρό για την Ελευθερία!

Ίσως να νομίζεις πως τα λόγια, τα γραπτά δεν έχουν σημασία σήμερα, αλλά κάνεις λάθος. Σήμερα, που ο πόλεμος έχει άλλη μορφή, οι σωστές κουβέντες είναι το πιο αξιόμαχο όπλο ενάντια στον αόρατο εχθρό. Πρώτα πρώτα για να ονοματίσεις τον αόρατο εχθρό. Φαγώθηκα να σπουδάσεις, για να είσαι μπροστάρης στον αγώνα της γενιάς σου. Διάβασε, προετοιμάσου και μετά μίλα και γράψε στη γλώσσα της αλήθειας. Το μολύβι σου να πυρώνεται πρώτα σε κάθε μαγκάλι φτωχικού σπιτιού, οι λέξεις σου να γλιστράνε αβίαστα στο χαρτί όπως τα δάκρυα των ανθρώπων που χάνουν τις δουλειές τους, τα σπίτια τους, την πατρίδα τους, την προοπτική τους για μια καλύτερη ζωή. Πολέμα! Φτιάξε διηγήματα που να σκάνε σαν βόμβες στις καρδιές των αδιάφορων ανθρώπων, στείλε τις σωστές πληροφορίες σαν να ήταν βλήματα του πυροβολικού, σε κάθε απομακρυσμένο χωριό και μίλα! Μίλα ξεκάθαρα και κοφτερά, η γλώσσα σου σαν ξιφολόγχη να ξεσκίζει την αδικία και τη θλίψη! Πολέμα!

Μην σκεφτείς ποτέ πως είναι σκληρή εποχή και είναι ανώφελο να σκέφτεσαι, να γράφεις, να μιλάς με ευαίσθητους όρους. Όχι. Ίσα ίσα. Σε τούτη τη σκοτεινή εποχή να παρηγορείς τους ανθρώπους και να τους δίνεις ελπίδα, όπως σε ένα παιδί που φοβάται το σκοτάδι και του λέμε πως κάποια στιγμή θα ξημερώσει και θα δει το υπέροχο γαλανό χρώμα του ουρανού. Πότε να σταματήσεις; Μέχρι να νικήσεις. Μέχρι να νικήσουμε όλοι! Η δικιά μας κόκκινη γραμμή είναι η ευημερία των όλων. Δεν συμβιβαζόμαστε με τίποτα λιγότερο. Καλή δύναμη!»

(Δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο περιοδικό "Αναπνευστήρας")




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου