Μουριά δίχως μούρα




Δύο τύποι βαριεστημένοι, με γραβάτες από το λαιμό δεμένοι και με δύο χαρτοφύλακες φορτωμένοι, περνούν την σκουριασμένη αυλόπορτα. Τι τους έλαχε Δευτεριάτικα να πάνε μέσα στο καταχείμωνο να κάνουν κατάσχεση σπιτιού σε ορεινό χωρίο. Ένα παλαιό σπιτάκι, με ιδρώτα χτισμένο χάνεται γιατί ο νοικοκύρης του αδυνατούσε να καλύψει τις δόσεις του δανείου. Εκείνος τους περίμενε, όρθιος και ακίνητος κάτω από ένα δένδρο δίχως φύλλα. Οι γείτονες παρακολουθούσαν από τις γρίλιες των κλειστών παραθύρων, σαν να βλέπανε ταινία στον κινηματογράφο. Μερικοί, ενδόμυχα χαιρόντουσαν για την κατάντια του γείτονα τους, έχοντας την ψευδαίσθηση πως οι τράπεζες δεν θα πειράξουν το δικό τους το τσαρδί.