Το παλιό εικοσάρικο

Τα ήξερε τα χούγια του αμαξιού του ο Κυρ Νίκος. Κοντά τριάντα δύο χρόνια ήταν η συντροφιά του το γαλάζιο όπελ καντέτ με τα χίλια διακόσια κυβικά του. Πάλιωσε το όχημα πάλιωσε και ο οδηγός και ας μην ήταν πολύ μεγάλος. Μόλις είχε βγει στην σύνταξη αλλά δεν πρόλαβε να την χαρεί, τον χτύπησε στους πνεύμονες η κακιά αρρώστια. Έτρεχε από γιατρό σε γιατρό, από νοσοκομείο σε νοσοκομείο αλλά το ένιωθε πως το τέλος ερχόταν. Το ένιωθε ίσως και το πιστό του το αμάξι που όλο και συχνότερα τον άφηνε βραδιάτικα στις ερημιές. Δεν ήθελε όμως να το αλλάξει, είχε συνηθίσει τις χαμηλές ταχύτητες, το χαλασμένο ραδιόφωνο και το παλιό εικοσάρικο. Μόνο το παλιό εικοσάρικο του είχε ταιριάξει στο χαλασμένο παράθυρο για να σφηνώνει το τζάμι στην σχισμή της πόρτας του οδηγού. Όποτε ήθελε να το ανοίξει για να κάνει τσιγάρο έβγαζε το μεταλλικό κέρμα και το τζάμι κατέβαινε σαν να ήταν μαγικό ή σύγχρονο ηλεκτρονικό.