Οι μεταρρυθμίσεις

Σχεδόν κάθε Κυριακή πρωί στην εκκλησία της κεντρικής πλατείας της επαρχιακής πόλης. Ο ένας μπροστά με το κεφάλι να κοιτάει περήφανα ευθεία και ο άλλος στα πίσω καθίσματα με λυγισμένο το κορμί να προσεύχεται. Ο κύριος Αγαμέμνονας, συνταξιούχος πλέον, αλλά παλιά μεγάλος και τρανός αρχιτέκτονας της πόλης διαφημιζόταν σε κάθε θεία λειτουργία σαν ευυπόληπτος πολίτης, ενίοτε παρίστανε και τον ψάλτη. Ο κυρ Τάκης, συνταξιούχος αγρότης, τί να διαφήμιζε; Τη φτώχεια του; Καθόταν πάντα πίσω για να περνάει απαρατήρητος και να μπορεί να προσεύχεται συγκεντρωμένος.
Σαν κοινωνούσαν και έβγαιναν με το αντίδωρο στο χέρι από την σκοτεινή εκκλησία γινόταν προφανής η διαφορά της τάξης τους από τα ρούχα τους. Ο κύριος Αγαμέμνονας φορούσε πάντα λινό παντελόνι και μεταξωτό ανοιχτόχρωμο πουκάμισο και στην τσέπη του στήθους είχε πάντα το βιβλιάριο της τραπέζης. Θα αναρωτηθεί κάποιος τί το ήθελε το βιβλιάριο της τραπέζης κυριακάτικα; Για τον ίδιο λόγο που το πουκάμισο ήταν ανοιχτόχρωμο. Για να φαίνεται το αποθηκευμένο χρήμα. Από την άλλη πλευρά ο κυρ Τάκης μόλις έβγαινε στο φως του ήλιου, έτρεχε σπίτι για να βγάλει τα καλά του τα ρούχα. Τί καλά δηλαδή; Ένα παλιοπαντελόνι φαγωμένο στον καβάλο και ένα καρώ πουκάμισο που τα είχε αγοράσει για τον αρραβώνα της ανιψιάς του πριν δέκα χρόνια. Τα σεβόταν όμως τα ρούχα του, τα έβαζε στην κρεμάστρα με προσοχή για να τα έχει κάθε Κυριακή περιποιημένα.

Κανείς από τους δυο δεν είχε κάνει οικογένεια. Τον έναν δεν τον άφησε η καριέρα και τον άλλον η ανέχεια. Οπότε μετά την εκκλησία ήταν ελεύθεροι να πάνε όπου θέλουν. Ο κύριος Αγαμέμνονας κατέληγε μετά από έναν μικρό περίπατο στον πλακόστρωτο πεζόδρομο, σε ένα καφέ-μπαρ-εστιατόριο. Έπινε το καφεδάκι του, πάντα σκέτος φίλτρου διαβάζοντας την εφημερίδα «Η Συντηρητική» και μετά έπαιρνε ένα πλουσιοπάροχο γεύμα. Ο κυρ Τάκης αφού κρεμούσε τα καλά του ρούχα έτρεχε στο υπόγειο της «οργάνωσης» και έπαιρνε ένα μάτσο φυλλάδια στο χέρι. Ήταν από εκείνους που πίστευαν πως τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά και πως ο λαός έπρεπε να ξυπνήσει με κάθε τρόπο. Δεν κατάφερε να πείσει πολλούς γιατί δεν ήταν επαγγελματίας αγωνιστής, αλλά το πάλευε. Με τα φυλλάδια ανά χείρας, έπαιρνε σβάρνα τις καφετέριες της πόλης και τα μοίραζε. Εκεί συναντούσε και τον κύριο Αγαμέμνονα. «Καλημέρα, ένα ενημερωτικό φυλλάδιο να σας αφήσω;» έλεγε και ο κύριος Αγαμέμνονας κουνούσε καταφατικά το κεφάλι. Πότε του όμως δεν διάβασε κανένα φυλλάδιο. Τα άφηνε πάνω στο τραπέζι καθώς έφευγε, πουρμπουάρ για το σερβιτόρο. Έξαλλου ήταν τόσο τσιγκούνης που ποτέ στη ζωή του δεν είχε αφήσει φιλοδώρημα. Αυτοί που τα έχουνε δεν τα δίνουν και εύκολα αλλιώς δεν θα τα είχαν κιόλας. «Δικά μου είναι ό,τι θέλω τα κάνω. Σιγά μην τα σκορπάω σε κάθε γκαρσόνι. Με τόσο κόπο τα έχω μαζέψει, τη μισή πόλη έχω σχεδιάσει.» σκεφτόταν και από ματαιοδοξία κοιτούσε κάθε λίγο και λιγάκι το βιβλιάριο να σιγουρευτεί για το ακριβές πόσο. Τα μάτια του έλαμπαν από χαρά. Ευνόητο λοιπόν να μην διαβάσει ποτέ τα ασπρόμαυρα, μίζερα φυλλάδια του κυρ Τάκη. «Δόξα τω Θεώ. Εγώ δούλεψα σκληρά και έχω τις καταθέσεις μου ό,τι και να γίνει» σκεφτόταν πάντα από μέσα του. Μετά το γεύμα κατευθυνόταν πάντα προς το σπίτι του για να ξεκουραστεί. Ο κυρ Τάκης γύριζε σφαίρα πίσω στην εκκλησία να βοηθήσει στο συσσίτιο αλλά και να φάει την δικιά του την μερίδα. Και από μια μερίδα την εβδομάδα να γλίτωνε καλά ήταν για τα στενά του οικονομικά. «Δόξα τω Θεώ, φάγαμε και σήμερα» έλεγε και έκανε το σταυρό του.

Πέρασαν τόσες Κυριακές, τόσα αντίδωρα, τόσοι καφέδες, τόσα φύλλα εφημερίδων, ώσπου ξημέρωσε μια μαύρη Δεύτερα για πολλούς, μέσα σε αυτούς και για τον κύριο Αγαμέμνονα. Μια Δευτέρα που δεν μπορούσε να τη φανταστεί ούτε στους πιο τρελούς του εφιάλτες. Νόμιζε πως ήταν ψέμα στην αρχή, εξάλλου η εφημερίδα πουθενά δεν έγραφε κάτι τέτοιο. Ακόμα και η κυριακάτικη «Συντηρητική» έγραφε πως πρέπει να περάσουν οι μεταρρυθμίσεις, να γίνουν επιτέλους οι διορθωτικές αλλαγές, να ανοίξουν τα κλειστά επαγγέλματα. Δεν αναφερόταν σε καμία στήλη, έστω και μικρή πως θα κλείνανε επ’ αόριστο την επομένη μέρα οι τράπεζες και κανένας δεν θα διασφάλιζε τις καταθέσεις. Τον κυρίευσε πανικός τον Κύριο Αγαμέμνονα μόλις άκουσε από τον πρωινό τηλεπαρουσιαστή τη μοιραία είδηση. Χωρίς να χάσει καιρό, με το βιβλιάριο σφικτά στο δεξί του χέρι, κατευθύνθηκε προς την τράπεζά του. Έχασε τα λογικά του μόλις είδε ανθρώπους να κλαίνε στα πλατύσκαλά της. «Οι κόποι μιας ζωής χάθηκαν» ούρλιαζαν. Εκείνος πήρε φόρα τότε σαλεμένος και έτρεξε με δύναμή προς την πόρτα. «Τα λεφτά μου!» φώναζε και έριχνε με μανία μπουνιές με το αριστερό του χέρι, το δεξί κρατούσε το βιβλιάριο σαν κόρη οφθαλμού, ώσπου μάτωσε χωρίς να καταφέρει ούτε ένα σημάδι στο χοντρό γυαλί. Κοίτα πως τα φέρνει η μοίρα! Μέχρι και την προηγούμενη περηφανευόταν για την κατάσταση ασφαλείας του κτιρίου, που κράταγε μακριά τυχόν επίδοξους ληστές, μα εκείνη τη στιγμή μάταια πάλευε να τη «διαρρήξει». Τελικά χάθηκαν σχεδόν όλα, το τελευταίο κόλπο των σωτήρων τεχνοκρατών, άρπαξαν τα λεφτά των μικροκαταθετών, κούρεψαν τις καταθέσεις γουλί. Φυσικά, οι μεγαλοκαταθέτες είχαν ειδοποιηθεί και είχαν βγάλει τα κεφάλαια τους σε φορολογικούς παράδεισους. Ας είναι καλά οι ελεύθερες αγορές.

Του έμεινε τουλάχιστον το βιβλιάριο του κύριου Αγαμέμνονα. Εκτός από το βιβλιάριο όμως του έμεινε και ένα βαρύ εγκεφαλικό. Μοιραίες και οι επιπτώσεις, έχασε τα συγκαλά του, τα μάτια του κοιτούσανε μόνο το δεξί του χέρι που δεν ξανάνοιξε ποτέ. Έπαθε μόνιμή αγκύλωση και μέσα του κλεισμένο ένα άχρηστο βιβλιάριο, ξεθωριάζει και σκίζεται μέρα με τη μέρα. Ενώ πειράχτηκε και η μιλιά του. Από τότε η μόνη φράση που επαναλαμβάνει μονότονα είναι «Οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να περάσουν». Ποιος θα το περίμενε, να μην είχε καταλάβει πως θα επηρεαζόταν και αυτός από την κρίση; Να μην είχε ετοιμαστεί τουλάχιστον ψυχολογικά. Λύγισε το δυνατό μυαλό του λαμπρού αρχιτέκτονα. Ποιος θα το περίμενε, ένας έξυπνος άνθρωπος να είχε επενδύσει μονάχα στα λεφτά του; Ποιος θα το περίμενε να βολοδέρνει πλέον στα συσσίτια της εκκλησίας; Ούτε τον εαυτό του δεν μπορεί να ταΐσει με το χαλασμένο του χέρι. Ευτυχώς που έχει αναλάβει να τον βοηθάει ο κυρ Τάκης στο συσσίτιο. Χαράς στο κουράγιο του. Τον έχει πρήξει με τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να περάσουν, μα εκείνος βράχος υπομονής. «Τι να περάσουν; Πέρασαν και να τα χαΐρια. Να πως σε καταντήσανε οι μεταρρυθμίσεις και οι μεταρρυθμιστές. Μην τα συλλογιέσαι πια. Φάε φίλε μια μπουκιά, φάε να περάσει και αυτή η μέρα και αύριο βλέπουμε.» του έλεγε καθώς τον τάιζε στοργικά.

(Διήγημα για το δέκατο τεύχος του αναπνευστήρα)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου