Η αρπαχτή

Σα βγεις στον πηγαιμό για την αρπαχτή,
να εύχεσαι να είναι βρώμικος ο δρόμος,
γεμάτος φράγκα, γεμάτος κορόιδα.
Τους αστυνομικούς και τους δημοσιογράφους,
τον αφηρημένο εφοριακό μη φοβάσαι ,
τέτοια στο δρόμο σου ποτέ δεν θα βρεις,
αν μεν η θέση σου υψηλή αν εκλεκτή
συγκίνησης την τσέπη και τον λογαριασμό σου αγγίζει.




Δεύτερη ευκαιρία στον Άνθρωπο...

Στο πολύ μακρινό μέλλον τίποτα δεν μοιάζει με την σημερινή πραγματικότητα. Ένας πυρηνικός πόλεμος έχει καταστρέψει σχεδόν τα πάντα. Ένα μόνο είδος ζωής έχει επιβιώσει, οι κατσαρίδες. Μάλιστα έχουν εξελιχθεί τόσο πολύ που όχι μόνο μιλάνε αλλά σκέφτονται, αναρωτιούνται και γράφουν. Παρακάτω είναι ένα απόσπασμα από μια εφημερίδα τους ,που ταξίδεψε πίσω στο χρόνο και έφτασε στις σελίδες αυτού του βιβλίου.

Κριτική για το βιβλίο από books.matia.gr


Υπάρχει ένα πλάσμα σε ετούτο τον -όμορφο κατά πολλούς και μάταιο κατά μερικούς- κόσμο, το οποίο το συναντάμε από τα πιο παλαιά φιλοσοφικά ερωτήματα ως το πιο μικρό ακριτικό χωριό της χώρας μας. Ένα πλάσμα που γι αυτό έχουν γραφτεί μεταξύ άλλων και εκατοντάδες -μην πω χιλιάδες- συνταγές μαγειρικής! Σας μιλώ φυσικά για την κότα. Στην προκειμένη περίπτωση βέβαια, δεν αναφερόμαστε σε οποιαδήποτε κότα αλλά στην ηρωίδα και αφηγήτρια του Άγγελου Μαρίνη στο πρώτο του βιβλίο που φέρει τον τίτλο «Όσα δεν φτάνω τα κάνω παραμύθια». Ένα εξαιρετικό ανάγνωσμα που κυκλοφόρησε τον Μάιο του 2011 από τις εκδόσεις Μπατσιούλα, με μια εξαίσια και ισάξια του κειμένου εικονογράφηση που υπογράφει ο Κλεάνθης Σιμυρδάνης!

Θρύψαλα και χρώματα

Ήμουν ένας κλασικός σύγχρονος τύπος. Ζούσα την ζωή μου απλά, χωρίς να αναρωτιέμαι για οτιδήποτε. Ήμουν ένας γυαλάκιας. Φορούσα γυαλιά από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Ήμουν φορέας ενός σπάνιου ιού και απαγορευόταν να ανοίξω τα ματιά μου απροστάτευτα, χωρίς τα «ειδικά» γυαλιά. Τουλάχιστον έτσι μου είχαν πει οι πάνσοφοι οφθαλμίατροί μου. Μόλις ξυπνούσα φορούσα τα μεγάλα, μαύρα, κοκάλινα γυαλιά μου και ξεκινούσα τη μέρα. Ακόμα και μπάνιο με τα γυαλιά έκανα. Μερικές φορές μάλιστα κοιμόμουν και με αυτά γιατί ως αφελής είχα πιστέψει ότι έτσι τα όνειρα μου θα ήταν ευκρινέστερα.