Αχόρταγο πέλαγος

Κουλουριασμένη στα γόνατά σου, με την πάνινη κούκλα σου αγκαλιά, προσπαθείς να ζεσταθείς μέσα στην παλιόβαρκα. Τί σκέψεις να κάνεις άραγε μέσα στο μικρό σου κεφαλάκι; Ίσως να φέρνεις στην μνήμη σου εικόνες φρίκης της καταστρεμμένης από τον πόλεμο χώρας σου. Ίσως να φαντάζεσαι ότι σύντομα θα βρεθείς επιτέλους μέσα σε ένα ζεστό, φωτεινό δωμάτιο. Εξάλλου κουράστηκες τόσες μέρες μακριά από το σπίτι σου, ατελείωτο μοιάζει αυτό το ταξίδι. Στην αρχή, αμέτρητα χιλιόμετρα περπάτημα και τώρα στοιβαγμένη μέσα στη βάρκα, μαζί με άλλα παιδιά και μεγάλους μένετε σιωπηλοί. Ακούγονται μόνο οι συνομιλίες των Τούρκων δουλεμπόρων και ο παφλασμός των άγριων κυμάτων.


Στα όπλα

Χτυπάει το τηλέφωνο για ώρα.
-Ορίστε!
-Σήκωσε το ρε παππού μια ώρα! Κουφάθηκες για τα καλά εκεί πάνω στο βουνό;
-Ήμουν έξω και φτυάριζα το χιόνι.
-Πρόσεχε μη φας καμιά τούμπα, γέρος άνθρωπος, και τρέχουμε για κηδείες χειμωνιάτικα στα όρη στα άγρια βουνά.
-Φάε τη γλώσσα σου, βρε γρουσούζη!
-Εμ, τι να πω, κάνεις τον παλικαρά τώρα στα στερνά σου! Πέθανε και η γιαγιά που κάπως σε μάζευε.
-Ποια στερνά μου, βρε σπόρε; Ούτε καν 88!
-Τελοσπάντων. Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις! Για άλλο σε πήρα!
-Για λέγε.