Αόρατα χέρια

Η περίοδος των διακοπών πάντα η ίδια για αυτήν την τετραμελή οικογένεια. Τέλη Αυγούστου μέχρι αρχές Σεπτέμβρη. Για να είναι μόνοι να πετάνε πέτρες ελεύθερα στην θάλασσα χωρίς να κινδυνεύουν να πετύχουν κανέναν στο δόξα πατρί. Το μέσο μεταφοράς το ίδιο, η λευκή κλούβα η οποία λειτουργούσε και σαν κατάλυμα, ρίχνοντας ένα μεγάλο στρώμα κατάχαμα. Η μόνη διαφορά στις φετινές διακοπές είναι πως τα δύο τους κορίτσια λείπανε. Φοιτήτρια η μια στo Ρέθυμνο ετοιμάζονταν για την εξεταστική και η άλλη δούλευε στην Αθήνα από το πρωί έως το βράδυ. Για αυτό φέτος, το ζευγάρι ξεκίνησε  μονάχο το ταξίδι, ο Φάνης και η Τασία. Μόλις έφτασαν στην κορυφή του βουνού, που τους έκρυβε την θάλασσα, ο Φάνης έβαλε δευτέρα, για να μην πατάει συνέχεια φρένο, το αμάξι άρχισε να λύνεται στον κατήφορο, το ίδιο και η γλώσσα του, αν και συνήθως ήταν σιωπηλός στον ενδοοικογενειακό του βίο.


«Από παιδί κάνω αυτήν την διαδρομή, από το χωριό μου στην παραλία. Με τα πόδια στα παιδικά μου χρόνια ξεκινάγαμε άγρια χαράματα για να μην μας πάρει η ζέστη. Και μετά με το αμάξι αυτό, την κλειστή κλούβα, που με τα χίλια ζόρια πάλεψα και έβγαλα. Με αυτό γύρισα κάθε χωριό της περιοχής, κάθε οικισμό. Να πουλήσω την πραμάτεια μου. Ξελαρυγγιάστηκα να φωνάζω. Πάρτε κόσμε. Πετσέτες και άσπρα σεντόνια για τα κορίτσια σας για να καλοπαντρευτούν! Πάρτε κάλτσες χοντρές και φανελάκια άσπρα βαμβακερά για τα αγόρια που παρουσιάζονται το Νοέμβρη! Πάρτε για να έχουν καλή μετάθεση! Πάρτε κορίτσια καρεδάκια να βάζετε πάνω από τις τηλεοράσεις για να πιάνετε καμπάνα σήμα.’»

Και είχε πολύ πελατεία ο Φάνης τα πρώτα χρόνια. Τα τελευταία χρόνια όμως άλλαξαν τα πράγματα. Εύλογο ήταν το παράπονο του.

«Αλλά τώρα τζίφος ο τζίρος μου. Όμως δεν φταίει η κρίση. Να μην τα ρίχνουμε όλα σε αυτήν. Τα μνημόνια και τα μέτρα ήρθαν να μας αποτελειώσουν βρίσκοντας τους περισσότερους σε κατάσταση μουροχαβλιάσης. Πριν ξεσπάσει η κρίση μας πέταγαν κάτω από τις πόρτες τα φυλλάδια από τα ευρωπαϊκά σούπερ μάρκετ με τις φοβερές προσφορές τους. ‘Μην χάσετε αυτήν την Δευτέρα’. Και στήνανε ουρά κάθε Δευτέρα πρωί έξω από τα σουπερμάρκετ, πριν καν βγει ο ήλιος. Τρέχανε οι γιαγιάδες να πάρουν το νέο ντιβιντί πλέιρερ με τα 80 ηχεία για να έχουν ήχο ντόλμπι ντίτζιταλ. Αγόραζαν οι παππούδες την νέα ισχυρή μαγκούρα S-MAG150 με ενσωματωμένο πιεσόμετρο και μετρητή ζαχάρου, ενώ έκανε λέει και για τρέκινγκ. Έμαθαν και οι μπαρμπάδες το τρέκινιγκ. Δεν λέγεται πλέον περπάτημα στο βουνό, άλλα τρέκινγκ.»

Σταμάτησε να μιλάει. Συνέχισε μετά από λίγο. « Συγχώρεσε με Τασία μου. Πες πως δεν τα είπα εγώ αυτά τα λόγια. Σαν παρουσιαστής ειδήσεων μίλησα. Τα ‘βαλα με τους γέρους και τις γριές, ο αθεόφοβος. Αντί να τα βάλω με τους καπετάνιους που μας έριξαν στα βράχια, τα βάζω με τους ναύτες. Δεν φταίει ο κοσμάκης. Άλλαξαν οι εποχές, άλλαξαν οι συνήθειες και τα ψώνια. Αλλά ήρθε και αυτή η ρημάδα η τρόικα να χώσει το χέρι στα πορτοφόλια. Πώς να περισσέψουν χρήματα για τον πλανόδιο, τον παλιομοδίτη τον Φάνη; Αδιέξοδο. Όπως και να ‘χει θα το αποσύρω το αμάξι στο τέλος της χρονιάς. Δεν βγαίνουν τα έξοδα. Πετρέλαια, ασφάλεια αμαξιού, υγείας. Αργεί και η σύνταξη… Τι θα κάνω; Όπου όλοι, κι εγώ.»

Έφτασαν στον προορισμό τους και αφού τακτοποιήθηκαν, μπήκαν για την πρώτη βουτιά. Ο Φάνης απομακρύνθηκε αρκετά από την στεριά για να βρει λίγη ησυχία. Γύρισε το κορμί του ανάσκελα αντικρίζοντας τον καταγάλανο ουρανό. Για πρώτη φορά όμως δεν μπορούσε να αφήσει ελεύθερο τον εαυτό του στην επιφάνεια της θάλασσας. Αυτό το κόλπο που έκανε και επέπλεε ολάκερος έξω από το νερό κάνοντας τον πεθαμένο και τρέχανε τα κορίτσια από φόβο να δουν αν είναι καλά. Χωρίς να το καταλάβει, παρασύρθηκε από το ρεύμα στα ανοιχτά. Κουράστηκε να παλεύει με τα κύματα της θάλασσας και του μυαλού του και αφέθηκε. Τώρα τα βάσανα τον τραβούσαν προς τον πάτο της θάλασσας. Τον βάραιναν τα χρέη, η κυβέρνηση, η τιμή του πετρελαίου, οι φόροι, τα ασφάλιστρα, τα μνημόνια, η τρόικα, τα νοίκια, οι ανεξόφλητοι λογαριασμοί. Τον τραβούσαν χειροπόδαρα προς τα κάτω. Προς τα πάνω τον τράβαγε μόνο η καρδιά του. Το μυαλό του και αυτό τον πρόδωσε, φάνταζε δελεαστική η ιδέα του θανάτου, η παραίτηση από όλα τα προβλήματα της ζωής. Μόνο η καρδιά. Λύγισε το κορμί του από τις δύο αντίθετες δυνάμεις. Το στήθος προτάθηκε προς τα πάνω σαν να το τραβάει ένα μπαλόνι, με μια καρδιά έτοιμη να εκραγεί ζητώντας επίμονα οξυγόνο, και τα άκρα να λειτουργούν σαν βαριές άγκυρες προς τα κάτω. Μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα, είδε σαν φιλμ ολόκληρη τη ζωή του. Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, τον αγώνα να βγάλει το δικό του αμάξι, τον έρωτά του με την γυναίκα του, τα δύο τους κορίτσια, τα παιδιά όλης της περιοχής που προίκισε, τα φανταράκια που ζέστανε με τα βαμβακερά του, τις γιαγιάδες που καμάρωναν τα καρέδακια. Τον τραβούσαν πάνω τα αόρατα χέρια τους, τον καλούσαν οι φωνές τους. «Πάλεψε Φάνη! Μην τα παρατάς. Σε περιμένουμε.» Και εκείνος, βαστήχτηκε από τα χέρια τους,  έδωσε μια και βγήκε στην επιφάνεια ζωντανός και δυνατός. Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε να ζει. Όπου όλοι, κι αυτός. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου