Το πιο μουντό σύννεφο


(Αφιερωμένο στις κοπέλες των φυλακών Ελαιώνα)

Καθώς το αγοράκι στέγνωνε με το σεσουάρ την ταλαιπωρημένη και βρεγμένη δεκαοχτούρα, της ζήτησε να του πει πώς βρέθηκε στον φωταγωγό της πολυκατοικίας του.

«Από πού να ξεκινήσω και πού να τελειώσω. Λοιπόν, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Την πρώτη μέρα ο δημιουργός του σύμπαντος έκανε την ράτσα μου, τις δεκαοχτούρες. Δεν είχε και πολλή εμπειρία με την δημιουργία πλασμάτων και έτσι δεν μας καλοπέτυχε για να πούμε και του στραβού το δίκιο. Το μοναδικό που μας κάνει λίγο ξεχωριστές είναι πως μπορούμε να μετράμε μέχρι το δεκαοκτώ, έτσι προέκυψε και το όνομά μας. Κατά τ’ άλλα, ούτε πολύ έξυπνα όντα είμαστε ούτε πολύ γρήγορα ούτε πολύ δυνατά. Μετά ο πλάστης έμαθε από τα λάθη του και έφτιαξε περιστέρια, αετούς, κουκουβάγιες και άλλα αξιοζήλευτα πετούμενα. Κατόπιν πέρασαν σαν σφαίρα οι χιλιετίες, όλα τα ζωντανά εξελιχτήκαν αλλά εμείς καθόλου.

Τις αιώνιες ατέλειες της ράτσας μου, την τσαπατσουλιά και την επιπολαιότητα πλήρωσα και εγώ. Πήγαν οι γονείς μου και φτιάξανε την φωλιά τους πάνω σε μια τέντα. Και όπως ήταν φυσικό όταν πέρασε το καλοκαίρι, με την πρώτη φθινοπωρινή βροχή, η τέντα άνοιξε και σωριάστηκε η φωλιά στο δρόμο με εμένα μαζί φαρδιά πλατιά να κυλιέμαι στην άσφαλτο. Ήταν δεν ήταν πέντε μέρες που είχα γεννηθεί και μη μπορώντας να πετάξω άρχισα να τρέχω για να χωθώ σε μια τρύπα, σε ένα υπόγειο πριν προλάβουν να με φάνε οι γάτες της γειτονιάς. Σε αυτό το σκοτεινό υπόγειο μεγάλωσα μόνη, τους γονείς μου δεν τους ξανάδα. Εκεί άνοιξα για πρώτη φορά τα φτερά μου και μόλις σιγουρεύτηκα πως είναι έτοιμα, βγήκα έξω και πέταξα στον ουρανό, στον συννεφιασμένο ουρανό. Γιατί από την μέρα που γκρεμίστηκε η φωλιά μου η βροχή ποτέ δεν σταμάτησε. Ένα σύννεφο πάντα με κυνηγούσε. Γύρω γύρω λιακάδα εκεί που πετούσα εγώ χαλασμός!

Λαχταρούσα πολύ μια παρέα μετά από τόσο καιρό μόνη. Ακόμα και το σύννεφο που με κατέτρεχε παντού μου άρεσε, ήταν μια συντροφιά. Πέταξα μακριά να βρω την ράτσα μου. Βρήκα πολλές δεκαοχτούρες, αλλά αφού καθόμουν μαζί τους λίγες ώρες, με διώχνανε με πρόφαση πως δεν μπορούσα να μετρήσω ούτε μέχρι το μηδέν. Έτσι μου κόλλησαν και το παρατσούκλι «Μηδενούρα». Μάταια προσπαθούσα να γίνω φίλη τους. Στο κάτω κάτω της γραφής κανείς δεν με έμαθε να μετράω. Από την αφέλειά μου με έβγαλε ένας βάτραχος που με είδε να κλαίω πάνω σε ένα δένδρο και αφού άκουσε την ιστορία μου είπε ‘‘Δεν φταίει που δεν ξέρεις να μετράς. Το σύννεφο φταίει. Το σύννεφο σου δεν αντέχουν και σε διώχνουν. Μην κοιτάς εγώ που είμαι βάτραχος και μου αρέσει το νερό.’’ Έτσι συνειδητοποίησα πως μόνη θα είμαι για πάντα, μόνη στο υπόγειο και μόνη στον απέραντο ουρανό. Αυτό είναι το σύννεφό μου, αυτό το πρόβλημά μου, αυτή και η μοίρα μου.

Σε αυτήν την μοίρα πήγα να εναντιωθώ, να σηκώσω φτερά. Σκέφτηκα πως αν πέταγα πολύ γρήγορα θα ξέφευγα από το σύννεφο και τα προβλήματά μου. Και έτσι απογειώθηκα σαν αστραπή. Με περίσσια ορμή και θέληση έσκιζα τον αέρα αλλά το σύννεφο πάντα από πάνω μου. Κάποια στιγμή πίστεψα πως τα είχα καταφέρει. Το είχα προσπεράσει και οι ηλιαχτίδες που ξεπρόβαλαν με ανακούφιζαν με την ζεστασιά τους. Δεν είχα ξανανιώσει τόσο ευτυχισμένη. Μα το σύννεφο κάλεσε ενισχύσεις. Μαζεύτηκαν γύρω του ακόμα πιο σκοτεινά και ισχυρά σύννεφα. Τέτοια η μανία του καιρού, σταγόνες με βρήκανε πάλι, σταγόνες χοντρές που δεν προλάβαινα να τινάξω από πάνω μου, όσο γρήγορα κι αν κουνούσα τα φτερά μου. Βάρυνε όλο μου το κορμί. Ένιωθα πως στις φτερούγες μου κουβαλούσα όλο τον ουρανό μαζί με τα αστέρια. Δεν άντεξα, αφέθηκα στην δίνη του θύελλας, στο βρόντο του κεραυνού, στο κάλεσμα της βαρύτητας. Ακολούθησε ελεύθερη πτώση, έχασα τις αισθήσεις μου και μόλις τις ξαναβρήκα ήμουν τραυματισμένη μέσα σε ένα σκοτεινό, στενόχωρο μέρος. Γύρω γύρω τοίχος και μερικά κλειστά παράθυρα και πάνω μια γυάλινη σπασμένη οροφή. Είδα τα τραύματα μου και τα θρυμματισμένα γυαλιά γύρω μου και κατάλαβα πως η πτώση μου προκάλεσε την τρύπα στην οροφή. Περιττό να πω ότι από την τρύπα έσταζε βρόχινο νερό. Το σύννεφο μου έκλεινε ξανά το μάτι.

Έτσι βρέθηκα στον φωταγωγό. Και έμεινα πολλές μέρες μέχρι να με ακούσεις εσύ. Πίστευα πως εκεί μέσα θα μείνω για πάντα, εκεί θα έσβηνε άδοξα η ύπαρξή μου και θα γινόμουν τροφή για τα τρωκτικά που παραφυλάγανε με τα γουρλωτά τους μάτια από τις τρύπες των τούβλων. Στην αρχή από την πείνα μου άρχισα να τρώω ό,τι έβρισκα αλλά γρήγορα κατάλαβα πως οι ουσίες που βρίσκονται σε ένα τέτοιο μέρος μόνο καλό δεν μπορούσαν να μου κάνουν. Καλά, ό,τι δεν χρειάζονται οι άνθρωποι στους φωταγωγούς το πετάνε; Ύστερα μόνο νερό έπινα -μια φορά έκανε καλό το σύννεφο- ώσπου να ανακτήσω τις χαμένες μου δυνάμεις. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Έκραξα, με άκουσες, μου πέταγες ψωμί για μέρες και όταν ένιωσα δυνατή μου έριξες το σκοινί. Το δάγκωσα με το ράμφος μου και αναρριχήθηκα έξω από το κελί μου. Σε ευχαριστώ μικρέ μου φίλε. Για πρώτη φορά ένιωσα πως δεν είμαι μόνη.»

Αυτά είπε η δεκαοχτούρα απολαμβάνοντας τον ζεστό αέρα από το πιστολάκι. Μετά αποκοιμήθηκε στην αγκαλιά του μικρού αγοριού. Έμεινε για λίγο καιρό στο παιδικό δωμάτιο. Το αγόρι την τάιζε με στοργή και της έμαθε να μετράει μέχρι το δεκαοχτώ, όσα και τα αστέρια που ήταν ζωγραφισμένα στον τοίχο του δωματίου. Αλλά ούτε το δεκαοχτώ της έφτανε, πήγε ένα βήμα πιο πέρα, ένα φτερούγισμα πιο μακριά, έναν αριθμό πιο πάνω. Μέσα στο δωμάτιο βρήκε ένα άλλο αστέρι, το πιο λαμπρό. Είδε την καρδιά του μοναδικού της φίλου, μια χρυσή καρδιά ενός μικρού αγοριού. Το δεκαεννιά ήταν εκείνη η ανοιχτή καρδιά.


Είχε μάθει να μετράει, είχε εντελώς αναρρώσει, ο καιρός την περίμενε. Ανεβήκανε στην ταράτσα. Κοίταξαν πάνω, δεν είδαν το σύννεφο. Το σύννεφο το είχε αντιμετωπίσει και νικήσει μέσα στο σκοτάδι του φωταγωγού και στο φως του παιδικού δωματίου. Είχε βρει, εκτός από έναν σπουδαίο φίλο, αυτό που αναζητούσε, την ελευθερία της ψυχής της. Από την ψυχή της ξεφορτώθηκε το σύννεφο γιατί κατάλαβε πως εκεί το κουβαλούσε. Αυτό ήταν το πιο μουντό σύννεφο. Αυτό που κουβαλούσε μέσα της. Ελαφριά σαν πούπουλο αποχαιρέτησε τον φίλο της και ξεχύθηκε στον πεντακάθαρο ουρανό.

#Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 10 του περιοδικού αναπνευστήρα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου