Όπου μιλάει ο άνεμος


Μετασχηματίζεται το σώμα με πόνο, αλληλοσυγκρούονται στο μυαλό οι σκέψεις με ορμή. Δύσκολο να είσαι έφηβος και ακόμα δυσκολότερο να προσπαθείς να ζεις και να ονειρεύεσαι σε έναν κόσμο ανταγωνιστικό. Ηθέλε λίγο να ξαφύγει, για αυτό μετά το σχολείο, φορτωμένος με την σάκα του και το άγχος του για τις εξετάσεις που πλησιάζουν, πήρε το ανηφορικό μονοπάτι προς το πευκόφυτο βουνό. Παρόλο το ταχύ νεανικό του βήμα, αισθάνονταν ότι σερνόταν σαν τις κάμπιες που μόλις είχαν κάνει όπως και η άνοιξη την εμφάνιση τους. Σαν έφτασε στην κορυφή, κρυμμένος μέσα στα δέντρα, ήθελε απλά να ουρλιάξει, να διώξει ό,τι τον έπνιγε, να φωνάξει με τόση ένταση ώστε κι ο δυνατός αέρας που λυσσομανούσε, να πάψει να ακούγεται, να φαντάζει σαν θρόισμα. Πήρε βαθιά ανάσα…


«Δεν θα τα καταφέρω! Ένας άχρηστος είμαι, ένας δειλός! Θα ντρέπονται για μένα γονείς και φίλοι! Σκάσε και εσύ αέρα, βούλωστο!».

Με τόση δύναμή βγήκε η κραυγή του, που έσπασε το λογικό, θρυμμάτισε το γήινο, εκείνο που το μυαλό του κράταγε στην φυλακή της πραγματικότητας. Θα πει κάποιος, σίγουρα τρελάθηκε ο μικρός, αλλά δεν είναι αλήθεια. Απλά άλλαξε, ωρίμασε σε μια στιγμή, συνειδητοποίησε πως τον αέρα μπορούσε να ακούσει. Καλά, μιλάει ο αέρας την ανθρώπινη μιλιά; Όχι, απλά ο άνθρωπός αν θέλει μπορεί να καταλάβει την αέρινη. Έτσι ο άνεμος ακούστηκε…

«Μίλα καλύτερα πιτσιρικά, ακόμα δεν βγήκες από τον ασκό σου και θαρρείς πως έχεις το δικαίωμα εμένα τον αιώνιο να κρίνεις. Δεν είμαι εγώ το πρόβλημα, ούτε ο εκκωφαντικός θόρυβος που γεννώ σε ταράζουν. Η σκέψη σου είναι από μόνη της αλλοπρόσαλλη. Αλλού να ψάξεις να το βρεις. Άσε την σάκα σου και τον θυμό σου καταγής. Φέρε μονάχα το πνεύμα σου και άσε με να σε ταξιδέψω στον κόσμο».

Χωρίς να χάσει δευτερόλεπτο, ανέβηκε ο έφηβος στο άρμα του αέρα, δέθηκε με την ζώνη φαντασίας και το ταξίδι ξεκίνησε. Γίνανε ένα με τον άνεμο. Αρχικά για να δοκιμάσουν την δύναμή τους φούσκωσαν την θάλασσα, ύψωσαν μεγάλα κύματα που κούνησαν με μανία ένα τεράστιο πλοίο μεσοπέλαγα. Για να μετριάσουν όμως την αναπάντεχη ναυτία των επιβατών του, δρόσισαν τα μέτωπά τους, καθώς αυτοί βγήκαν να ξεζαλιστούν στο κατάστρωμα. Ύστερα φτάσανε στην φοιτητική εστία μιας μεγαλούπολης, μπήκαν κρυφά από ένα μισάνοιχτο παράθυρο και καταλάγιασαν για λίγο την φωτιά που σιγόκαιγε στο στήθος μιας πρωτοετούς φοιτήτριας που μόλις είχε δεχτεί το πρώτο της φιλί. Κατευθύνθηκαν προς το στάδιο, όπου για να κάνουν πλάκα στον τερματοφύλακα άλλαξαν την πορεία της μπάλας και έτσι εκείνος υπολογίζοντας λάθος τροχιά, βρέθηκε εκτεθειμένος και έφαγε γκολ. Έφεραν φρέσκο αέρα στους διαδηλωτές, που στο κέντρο της πόλης δεν μπορούσαν να ανασάνουν λόγω της ακατάπαυστης ρίψης χημικών από την αστυνομία. Πήγανε ως το μπαλκόνι ενός νοσοκομείου, όπου ένας μοναχικός ασθενής απολάμβανε στα κρυφά ένα από τα τελευταία του τσιγάρα, νιώθοντας απεριόριστη μιζέρια για την ζωή του που θα τελείωνε σύντομα, τόσο άδοξα. Το ελαφρύ τους απογευματινό άγγιγμα στο πρόσωπό του μετρίασε τον πόνο του.

Φύγανε από την πόλη με κατεύθυνση την ύπαιθρο, περιστρέψανε ανεμογεννήτριες, ρίξανε φύλλα, λυγίσανε λεύκες και για μια στιγμή μπήκαν κάτω από το πρόσωπο ενός αλεξιπτωτιστή, νιώθοντας την απόλυτη ηδονή λίγο πριν ανοίξει το αλεξίπτωτο. Ο Άνεμος όμως, ήθελε να δείξει στον συνεπιβάτη του ότι πολλές φορές δεν ελέγχει ούτε τον ίδιο του τον εαυτό, έτσι βρέθηκαν σε ένα πανέμορφο δάσος να φουντώνουν με το πέρασμα τους τις φλόγες μια φωτιάς που είχε μόλις ξεσπάσει. Σταχτή και θλίψη άφησαν πίσω σε ανθρώπους και ζωντανά. Στο τέλος, λίγο πριν νυχτώσει βρέθηκαν σε ένα πανηγύρι ενός μικρού χωριού. Στάθηκαν για μερικά λεπτά χαζεύοντας ένα πιτσιρίκι που κρατούσε ένα μπαλόνι από εκείνα που πετάνε, γεμάτα με ήλιο. Πάνω του ήταν ζωγραφισμένο ένα πουλί και το παιδάκι θεώρησε πως έπρεπε να το απελευθερώσει από το σφικτό του χεράκι και έτσι έκανε. Εκείνοι ακολούθησαν το ελεύθερο μπαλόνι που άνοιξε τα φτερά του στον ουρανό και κατέληξαν πάλι στην κορυφή του βουνού από όπου ξεκίνησαν. Κι ο αέρας έδωσε τον δικό του επίλογο στο ταξίδι.

«Σε πήγα σε μέρη πολλά, σου έδειξα την χαρά και την θλίψη, τον κοινό αγώνα και τον μοναχικό, την ομορφιά και την χαρά, την ηδονή και την μιζέρια, το αστείο και το σοβαρό, σου έδειξα πόσο απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη είναι η φύση της ζωής. Δεν καθορίζεται και δεν ελέγχεται. Αυτό είναι και το παράδοξό της, το παιχνίδι που μας έχει στήσει. Οφείλεις κάθε στιγμή να είσαι έτοιμος για όλα και αυτό θα το πετύχεις μόνο αν βγεις από τον ασκό σου και ταξιδέψεις στον κόσμο έχοντας απελευθερωμένα μυαλό και φαντασία! Τι λες;».

«Αυτό που κατάλαβα φίλε Άνεμε, είναι ότι πήραν τα μυαλά μου αέρα λίγο πριν τις εξετάσεις», είπε αστειευόμενος ο έφηβος μαθητής σκύβοντας να πάρει το σακίδιο από το έδαφος. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου