Λουλούδι από τον κήπο σου



Δεν το χώραγε το μικρό του κεφαλάκι αυτό που συνέβαινε στην ίδια του τη γειτονιά, ακριβώς απέναντι από το σπίτι του. Του την είχε διηγηθεί ο πατέρας του την ιστορία.

«Πίσω από αυτήν την θεόρατη μάντρα μένει μια κοπέλα, είναι δεν είναι τριάντα χρονών. Πάνε κοντά δέκα χρόνια που έχει να εμφανιστεί το πρόσωπο της. Ήταν  κοπέλα ευχάριστη, φιλόξενη και όμορφη αλλά όχι τόσο όμορφη όσο ο υπέροχος κήπος της. Δεν πότιζε με μαγικό νερό ούτε είχε ευλογημένο χώμα αλλά είχε μεράκι και αγάπη.  Μίλαγε στις γαρδένιες και εκείνες σαν παρδαλές χόρευαν, χάιδευε τους βασιλικούς και εκείνοι από τη χαρά τους μοσχοβολούσαν, χαμογελούσε στις τριανταφυλλιές και εκείνες από την ντροπή τους κοκκίνιζαν. Περνούσαν όλοι οι γείτονες τα πρωινά πριν πάνε στις δουλείες τους, μια καλημέρα να της πουν και με πνοή γερή την μέρα τους να αρχίσουν.  Ώσπου μια μέρα κακή, άγνωστο χέρι έκοψε ένα τριαντάφυλλο από τον κήπο της. Η κοπέλα στεναχωρήθηκε πολύ αλλά γρήγορα θα το ξεπερνούσε αν κάποιος κακόβουλος περαστικός δεν φώλιαζε το μίσος στην καρδιά της. «Κάποιος γείτονας σου έκοψε το λουλούδι», της είπε. Τί το ήθελε ο άτιμος, τέτοια κουβέντα να ξεστομίσει; Και στο κάτω κάτω της γραφής πώς το ήξερε; Της έβαλε το διάολο στη σκέψη της, πάγωσε το χαμόγελο της. Μες στην απελπισία της έψαχνε τρόπο να προφυλάξει τα άνθη της από τους διπλανούς της. Πήρε απόφαση σκληρή, όρθωσε μάντρα τούβλινη, ψηλή κοντά στα 5 μέτρα, κανέναν να μην βλέπει. Ξεκίνησε από την πίσω μεριά με την νότια πλευρά, προχώρησε μετά στις πλαϊνές πλευρές ανατολικά και δυτικά. Και πριν προλάβει την μπροστινή μάντρα να χτίσει ο κήπος της είχε ξεραθεί αφού οι ακτίνες του ήλιου δεν έφταναν στα φύλλα. Έβαλε με βαριά καρδιά τα τελευταία τούβλα και στο κάστρο της μονάχη κλείστηκε ούτε ουρανό  να βλέπει. Και πάνε τόσα χρόνια, δουλεύει μέσα στο σπίτι σαν επιμελήτρια βιβλίων. Μονάχα με έναν άνθρωπο έρχεται σε επαφή κάθε Σάββατο, τον μπακάλη της γειτονιάς που της φέρνει τα απαραίτητα.»

Από τότε που έμαθε την ιστορία της κοπέλας ο δωδεκάχρονος πάλευε στο μυαλό του να σκαρφιστεί έναν τρόπο να βγάλει ξανά την κοπέλα στον ¨πραγματικό¨ κόσμο. Στην αρχή έκανε σχέδια τρελά αλλά μετά σκέφτηκε απλά. Ένα ποίημα θα της έγραφε, κάτι σαν τραγούδι. Κάθισε, βασάνισε το μυαλό του, έπαιξε με τις λέξεις και τσουπ έτοιμό το καλλιτέχνημα! Το αποστήθισε και ένα Σάββατο πρωί έκοψε ένα ρόδο από της μάνας του τον κήπο, φόρεσε τα καλά του ρούχα τα πασχαλινά,  άρπαξε έναν κολλητό του που κουτσοήξερε φυσαρμόνικα και όταν έβγαινε ο μπακάλης, τρύπωσαν στην αυλή της. Εκείνη, όμορφη μα από τη σκοτεινιά χλωμή, από την μοναξιά ταλαιπωρημένη, από τον χρόνο ξεχασμένη, έμεινε σιωπηλή και αποσβολωμένη. Αργά και μελαγχολικά η φυσαρμόνικα ξεκίνησε.

Μέρα καλή κυρά μου όμορφη,
Λουλούδι από τον κήπο σου,
Στον χρόνο ταξίδεψε,
Στα χεριά μου κατέληξε,
Το έβαλα στο αυτί,
Και εκείνο μου ψιθύρισε,
Κακιά στιγμή,
Έβαλες μίσος στην ψυχή,
Πρώτα μαράθηκε η καρδιά,
Και ύστερα η τριανταφυλλιά,

Αν θες να είσαι ζωντανή,
Άνοιξε πάλι την αυλή,
Σε περιμένει η γειτονιά,
Να δει τα μάτια τα γλυκά,
Το πρόσωπο σου να γελά,
Ζήτα τους χώμα και νερό,
Και θα στο φέρουν στο λεπτό,
Νέα μυαλά, νέα φυτά,
Θα ξεφυτρώσουν ξαφνικά,
Θα βρουν το δρόμο τους και αυτά,
Στων σακακιών τα πέτα.
Θα λέει όλος ο ντουνιάς,
Αυτά είναι της κοπελιάς,
Που γκρέμισε τείχη φοβερά,
Και σκόρπισε ξανά χαρά!

Η φυσαρμόνικα σταμάτησε και αμηχανία επικράτησε για λίγα δευτερόλεπτα. Δύσκολο να περιγραφεί με λόγια η έκφραση στο πρόσωπό της όμως τα παιδιά σίγουρα φύγανε χαμογελαστά. Με το ρυθμό και τα ωραία λόγια τους ρίξανε σπόρο στην καρδιά της κοπέλας.  Αν εκείνη θερίσει καρπούς, είναι δικιά της απόφαση. Πάντως την περιμένει η γειτονιά,  να δει τα μάτια τα γλυκά, το πρόσωπο της να γελά!  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου