Ε, Βασιλιά ώρα καλή

Θα στο έλεγα εγώ αυτό το παραμύθι αλλά άσε καλύτερα να το διηγηθούν αυτοί που το έζησαν, ή μάλλον αυτοί που το ζούνε, πρώτα ο βασιλιάς και μετά ο δούλος.


Ο Βασιλιάς
Εγώ είμαι ο Μέγας Βασιλιάς, ηγέτης τρανός, διαφεντευτής απόλυτος αυτού του τόπου. Όλα από εμένα ξεκινάνε και όλα σε εμένα καταλήγουν, όχι επειδή είμαι o καλύτερος αλλά γιατί κατάφερα να πείσω τους υπόλοιπους πως είμαι. Ποτέ μου στεναχώρια για αλλουνού καημό δεν έβαλα, ξέρω καλά το άδικο της ζωής αλλά ποτέ δεν κίνησα να το αλλάξω. Έτσι είναι η ζωή, είσαι δυνατός και ύπουλος, επιβιώνεις, χωρίς να ιδρώνεις και να κρυώνεις. Ο πρώτος νόμος που θέσπισα ήταν ο νόμος του στομαχιού μου. Μερτικό γύρευα και έπαιρνα από αυτούς που δούλευαν πάνω στους καρπούς και στα ζώα της Γής. Φόρο τον είπα για το καλό τους και εκείνοι το έχαψαν, τα χαϊβάνια. Και έφερναν με ευλάβεια φαγητά λογιών λογιών στο βασιλέα τους, καρότα, μήλα, αχλάδια, κότες, πρόβατα. Γέμιζαν οι αποθήκες, φούσκωνε η κοιλιά και η περηφάνια μου, μα δεν πρόφταινα τον χρόνο και τη φθορά του, χαλούσαν οι τροφές, σάπιζαν στα κελάρια.

Έτσι διαβολικά εκάθησα και σκαρφίστηκα το εμπόριο με το χρυσό. Αποφάσισα και διέταξα, κάθε πράγμα να έχει μια χρυσή αξία, μια χήνα μια λίρα, 2 οκάδες πατάτες ένα όγδοο της λίρας. Και γέμισαν οι αποθήκες μου χρυσό, υλικό που δεν διαβρώνεται, ατόφιο μένει στους αιώνες. Διόρισα και αυλικούς, ειδικούς για το εμπόριο και φρουρούς να φυλάνε τα σεντούκια. Και ως εκ θαύματος οι υπήκοοι επωφελήθηκαν προσωρινά από αυτό αφού μπορούσαν να συναλλάσσονται ορθότερα και γρηγορότερα. Και χάριν μεγάλη χρωστάγανε σε εμένα, ψωμί, κρασί και ελιά στην υγειά του βασιλιά. Μα σαν πέρασε ο καιρός, τα πιστά μου τα σκυλιά, είτε με βία είτε με χαρτιά μάζεψαν σχεδόν όλον τον παρά, και οι φτωχοί για ψίχουλα μάλωναν μεταξύ τους σαν θεριά. Και εγώ θεός, μπορώ να τραγουδώ.

Δούλεψε σκλάβε,
Το χώμα σου σκάψε,
Το ψέμα μου χάψε,
Το όνειρο σου θάψε,
Πεινάω πολύ για την δικιά σου τη ζωή.

Ο δούλος
Εγώ είμαι ο αιώνιος σκλάβος, γράμματα πολλά δεν ξέρω, μόνο την τσάπα ξέρω να βαστώ, την κατσίκα να αρμέγω. Περνάνε αργά οι χειμώνες μου, τα καλοκαίρια μου γοργά, στον χρόνο την θέση και την μοίρα μου παλεύω να ορίσω. Το χθες μου δεν θέλω να θυμάμαι, σημασία καμιά δεν έχει, παρά μονάχα το καθημερινό μεροδούλι και μεροφάι. Σήμερα έχει ζέστη αν και είναι χειμώνας, θαρρώ πως κάπως λέγονται αυτές οι ηλιόλουστες μέρες του Γενάρη.

Καμπούριασε η πλάτη μου, μπλόκαρε η αναπνοή μου, αφήνω κατά γης το σακί με τους καρπούς. Κάτω από μια λεύκα κάθομαι να ξαποστάσω, κουράγιο να αρπάξω, αχ πόσο θα ήθελα τούτο το σακί να ήταν γεμάτο λίρες. Μα να, μου ήρθε μια αλλόκοτη, αλλά συνάμα πέρα για πέρα λογική ιδέα. Φαίνεται ζεστάθηκε το πνεύμα μου από την απροσδόκητη εμφάνιση του ήλιου. Σε τι παγίδα μας έμπλεξε αυτός ο αφέντης να κυνηγάμε το χρυσό και όχι νερό και φαγητό. Πεινώ, διψώ μα δεν μπορώ να φάω τον χρυσό, πως είναι δυνατόν εκείνον να λαχταρώ. Τρέχω ευθύς στον διπλανό την σκέψη μου να μοιραστώ, γιατί από τον ενθουσιασμό μπορεί να ξεχαστώ.

Ε, εσύ με το σακί,
Έκανα σκέψη λογική,
Όχι, δεν έχω πιεί ρακί,
Ούτε το έχεις φανταστεί,
Σε τι παγίδα έχουμε πιαστεί,
Σε ένα παιχνίδι του μυαλού,
Σε ένα κυνήγι θησαυρού,
Άνθρακας είναι και ο χρυσός,
Εγώ κουτός και εσύ χαζός,
Ιδρώνουμε πάνω στη Γή,
Και προσδοκούμε μιαν αυγή,
Που δεν σκοπεύει να φανεί,

Αν εμείς, αν εμείς…

Βλέπεις εκείνη την ανηφοριά,
Πάει καρφί στον βασιλιά,
Πάμε μαζί,
Με μια φωνή,
Με μιαν αδάμαστη ψυχή,
Να πούμε αλλάζουμε ζωή,
Ε, Βασιλιά ώρα καλή,
Κράτα εσύ κάθε φλουρί,
Κρατάμε εμείς τη γη,
Ελιά, κρασί και λογική,
Θα φτιάξουμε απ’ την αρχή,
Μια πολιτεία μαγική,
Δεν θα χει ανάγκη το χρυσό,
Αλλά το λόγο τον καλό.


(Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την Μαρίζα Βέκιου για την υπερπολύτιμη βοήθεια της πάνω στην επιμέλεια του κειμένου) 

2 σχόλια: