Το αμφιθέατρο της φιλοσοφικής,
λίγο πριν την έναρξη της εξέτασης, ήταν σχεδόν άδειο. Η Λένα μπήκε μέσα
κατευθυνόμενη στα πίσω έδρανα, στην γαλαρία, όπου βρίσκονταν η Μαρία που δεν
την γνώριζε. Εξάλλου δεν πάταγε καθόλου στη σχολή εδώ και μήνες, παρόλο που
έπρεπε να τελειώσει μέσα στο ερχόμενο έτος. Έκατσε ακριβώς δίπλα της, μπας και
αντιγράψει τίποτα αφού είχε πάει σαν τουρίστρια χωρίς να ανοίξει βιβλίο. Όπως
πάντα στην κοσμάρα της, δεν κατάλαβε αμέσως πως η Μαρία είχε πρόβλημα με τα
πόδια της και δεν μπορούσε να κινηθεί χωρίς καροτσάκι. Στρογγυλοκάθισε σταυροπόδι,
άναψε, χωρίς να ρωτήσει, τσιγάρο και ο καπνός πήγαινε κατευθείαν στο πρόσωπο
της Μαρίας. Κάθε λογικός άνθρωπος θα είχε νευριάσει αλλά εκείνη την κοίταζε με
ένα ειδικό βλέμμα γεμάτο κατανόηση και ηρεμία. Η Λένα διαισθάνθηκε το διαπεραστικό
βλέμμα της Μαρίας και αισθάνθηκε αμηχανία αλλά και μια περίεργη θαλπωρή.